υπερπονώ

υπερπονώ
-έω, Α [πονῶ]
1. κοπιάζω υπέρμετρα, μοχθώ πάρα πολύ
2. υποφέρω ή υπομένω κάτι για χάρη άλλου ή άλλων («σφὼ δ' ἀντ' ἐκείνων τἀμὰ δυστήνου κακὰ ὑπερπονεῑτον», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”